Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chela
01
δαγκάνα, σιδεροχάρακο
a grasping structure on the limb of a crustacean or other arthropods
02
ένας Ινδουιστής μαθητής ενός σβάμι, ένα τσέλα
a Hindu disciple of a swami
Λεξικό Δέντρο
cheliferous
chela
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δαγκάνα, σιδεροχάρακο
ένας Ινδουιστής μαθητής ενός σβάμι, ένα τσέλα
Λεξικό Δέντρο