Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
aery
01
αιθέριος, άυλος
delicate and weightless in nature
Παραδείγματα
Her thoughts drifted in an aery haze, impossible to pin down.
Οι σκέψεις της αιωρούνταν σε μια αιθέρια ομίχλη, αδύνατο να πιαστεί.
The dancer moved with aery grace, barely touching the floor.
Η χορεύτρια κινούνταν με αιθέρια χάρη, μόλις αγγίζοντας το πάτωμα.



























