Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Chastisement
01
επίπληξη, μαλώματα
verbal punishment
02
τιμωρία, διόρθωση
the act of inflicting physical punishment as a means of discipline or correction
Παραδείγματα
The harsh chastisement he received as a child left lasting emotional scars.
Η σκληρή τιμωρία που έλαβε ως παιδί άφησε μόνιμα συναισθηματικά σημάδια.
The school 's policy strictly prohibits any form of physical chastisement.
Η πολιτική του σχολείου απαγορεύει αυστηρά κάθε μορφή σωματικής τιμωρίας.



























