Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
chalky
01
κιμωλίας, αλευρώδης
having a texture that is dry, powdery, crumbly, and similar to chalk
Παραδείγματα
The cookie had a chalky texture due to excess flour in the batter.
Το μπισκότο είχε μια κιμωλική υφή λόγω της υπερβολικής ποσότητας αλεύριου στο μείγμα.
The chocolate truffle had a velvety exterior but turned chalky inside.
Η σοκολατένια τρούφα είχε βελούδωτο εξωτερικό αλλά έγινε κιμωλίας στο εσωτερικό.
02
κιμωλίας, άσπρο σαν κιμωλία
of something having the color of chalk
Λεξικό Δέντρο
chalky
chalk



























