chalky
chal
ˈʧɔ:
τσω
ky
ki
κι
British pronunciation
/t‍ʃˈɔːki/

Ορισμός και σημασία του "chalky"στα αγγλικά

01

κιμωλίας, αλευρώδης

having a texture that is dry, powdery, crumbly, and similar to chalk
example
Παραδείγματα
The cookie had a chalky texture due to excess flour in the batter.
Το μπισκότο είχε μια κιμωλική υφή λόγω της υπερβολικής ποσότητας αλεύριου στο μείγμα.
The chocolate truffle had a velvety exterior but turned chalky inside.
Η σοκολατένια τρούφα είχε βελούδωτο εξωτερικό αλλά έγινε κιμωλίας στο εσωτερικό.
02

κιμωλίας, άσπρο σαν κιμωλία

of something having the color of chalk
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store