Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ceremonially
01
τελετουργικά, επισημότατα
in a ceremonious manner
Παραδείγματα
The king was ceremonially crowned in the capital.
Ο βασιλιάς τελετουργικά στέφθηκε στην πρωτεύουσα.
They ceremonially opened the new bridge with a ribbon-cutting.
Επίσημα άνοιξαν τη νέα γέφυρα με το κόψιμο της κορδέλας.
Λεξικό Δέντρο
ceremonially
ceremonial
ceremony



























