Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adversely
01
αρνητικά, δυσμενώς
in a way that has a negative or harmful effect
Παραδείγματα
The new policy may impact the company adversely, leading to a decrease in productivity.
Η νέα πολιτική μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την εταιρεία, οδηγώντας σε μείωση της παραγωγικότητας.
The medication had some side effects that affected his health adversely.
Το φάρμακο είχε κάποιες παρενέργειες που επηρέασαν δυσμενώς την υγεία του.



























