Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Cavity
01
κοιλότητα, τερηδόνα
a hole in a tooth that is caused by decay
Παραδείγματα
The dentist found a small cavity on her molar during the routine checkup.
Ο οδοντίατρος βρήκε μια μικρή κουφάλα στο τραπεζίτη της κατά τη διάρκεια της ρουτίνας εξέτασης.
He felt sharp sensitivity when drinking cold water and worried it might be a cavity.
Ένιωσε οξεία ευαισθησία όταν έπινε κρύο νερό και ανησυχούσε ότι μπορεί να είναι τρύπα.
02
κοιλότητα, κούφωμα
a natural empty space or hollow area inside the body
Παραδείγματα
Air passes through the nasal cavity when breathing.
Ο αέρας περνάει από τη κοιλότητα της μύτης κατά την αναπνοή.
The heart sits inside a chest cavity.
Η καρδιά βρίσκεται μέσα σε μια κοιλότητα του θώρακα.
Λεξικό Δέντρο
cavity
cave



























