Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to catheterize
01
καθετηριάζω, τοποθετώ καθετήρα
to put a thin tube into the body for medical reasons, like draining fluids or doing tests
Παραδείγματα
The nurse will catheterize the patient to monitor urine output.
Η νοσοκόμα θα καθετηριάσει τον ασθενή για παρακολούθηση της ούρησης.
Dad 's doctor catheterized him during the hospital stay.
Ο γιατρός του μπαμπά τον καθετήριασε κατά τη διάρκεια της νοσηλείας.
Λεξικό Δέντρο
catheterize
catheter



























