Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Castigation
01
επίπληξη, αυστηρή κριτική
the act of harshly criticizing or reprimanding someone for their actions or behavior
Παραδείγματα
The manager 's public castigation of the employee embarrassed everyone.
Η δημόσια επίπληξη του διευθυντή προς τον υπάλληλο ντρόπιασε όλους.
The film received castigation from critics for its poor script.
Η ταινία δέχτηκε αυστηρή κριτική από τους κριτικούς για το κακό σενάριό της.
02
τιμωρία, κύρωση
the act of inflicting a penalty or other form of punishment
Παραδείγματα
The thief 's castigation included both a fine and community service.
Η τιμωρία του κλέφτη περιελάμβανε τόσο πρόστιμο όσο και κοινωνική εργασία.
Medieval castigation could involve physical punishment.
Η μεσαιωνική τιμωρία μπορούσε να περιλαμβάνει σωματική τιμωρία.
Λεξικό Δέντρο
castigation
castigate



























