LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Carve up
/kˈɑːv ˈʌp/
/kˈɑːɹv ˈʌp/
Verb (1)
Ορισμός και Σημασία του "carve up"
to carve up
ΡΉΜΑ
01
separate into parts or portions
unite
word family
carve up
carve up
Verb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
carve out
carve a niche
carve
caruso
carunculous
carved
carved in stone
carvedilol
carvel-built
carven
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App