Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
careless
01
απρόσεκτος, αμελής
not paying enough attention to what we are doing
Παραδείγματα
He is a careless eater and often spills food on his clothes.
Είναι ένας απρόσεκτος τρώγων και συχνά χύνει φαγητό στα ρούχα του.
He lost his keys due to his careless habit of not checking his pockets.
Έχασε τα κλειδιά του λόγω της απρόσεκτης συνήθειάς του να μην ελέγχει τις τσέπες του.
02
απερίσκεπτος, φυσικός
effortless and unstudied
2.1
απρόσεκτος, αδιάφορος
(usually followed by `of') without due thought or consideration
Λεξικό Δέντρο
carelessly
carelessness
careless
care



























