Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Caprice
01
καπρίτσιο, ιδιοτροπία
a sudden and unpredictable change in mood, behavior, or decision
Παραδείγματα
His decision to quit was a caprice, not a calculated move.
Η απόφασή του να παραιτηθεί ήταν μια ιδιοτροπία, όχι μια υπολογισμένη κίνηση.
She redecorated the room on a caprice, choosing colors she'd never liked before.
Επαναδιακόσμησε το δωμάτιο από καπρίτσιο, επιλέγοντας χρώματα που δεν της άρεσαν ποτέ πριν.
Λεξικό Δέντρο
capricious
caprice



























