Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Campsite
01
κατασκηνωτήριο, περιοχή κατασκήνωσης
a specific location that is intended for people to set up a tent
Dialect
American
Παραδείγματα
It 's important to keep the campsite clean.
Είναι σημαντικό να διατηρούμε τον καταυλισμό καθαρό.
Remember to check for any restrictions before choosing a campsite.
Θυμηθείτε να ελέγξετε για τυχόν περιορισμούς πριν επιλέξετε ένα κατασκηνωτικό χώρο.
Λεξικό Δέντρο
campsite
camp
site



























