LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Campmate
/kˈampmeɪt/
/kˈæmpmeɪt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "campmate"
Campmate
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone who lives in the same camp you do
word family
camp
mate
campmate
campmate
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
campion
camping stove
camping site
camping ground
camping bus
campong
campsite
campstool
camptosorus
campus
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App