LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Campanile
/kˈæmpɐnˌaɪl/
/kˈæmpɐnˌaɪl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "campanile"
Campanile
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a bell tower; usually stands alone unattached to a building
word family
campanile
campanile
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
campania
campana
campaigning
campaigner
campaign setting
campanula
campanula aparinoides
campanula carpatica
campanula glomerata
campanula medium
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App