LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Campaigning
/kæmpˈeɪnɪŋ/
/kæmˈpeɪnɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "campaigning"
Campaigning
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the campaign of a candidate to be elected
word family
campaign
campaign
Verb
campaigning
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
campaigner
campaign setting
campaign hat
campaign for governor
campaign
campana
campania
campanile
campanula
campanula aparinoides
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App