Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Campaigner
01
ακτιβιστής, εκστρατευτής
a person who works actively to support or promote a particular cause or campaign
Λεξικό Δέντρο
campaigner
campaign
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
ακτιβιστής, εκστρατευτής
Λεξικό Δέντρο