Admissive
volume
British pronunciation/ɐdmˈɪsɪv/
American pronunciation/ɐdmˈɪsɪv/

Ορισμός και Σημασία του "admissive"

01

characterized by or allowing admission

word family

admit

admit

Verb

admission

Noun

admissive

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store