Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Admissibility
01
παραδεκτότητα, αποδεκτότητα
the validity or acceptability of something, especially as legal evidence
Λεξικό Δέντρο
inadmissibility
admissibility
admissible
admiss
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παραδεκτότητα, αποδεκτότητα
Λεξικό Δέντρο