Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Caimito
01
καϊμίτο, αστρομηλο
a tropical fruit with a sweet and juicy flesh, enclosed by a purple or green skin
Παραδείγματα
I introduced my kids to caimito, and they loved its sweet and juicy taste.
Σύστησα στα παιδιά μου το caimito και λάτρεψαν τη γλυκιά και ζουμερή γεύση του.
The caimito sorbet I made was a refreshing and satisfying dessert option.
Το σορμπέ caimito που έφτιαξα ήταν μια δροσερή και ικανοποιητική επιλογή επιδορπίου.



























