Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Caitiff
01
δειλός, άξιος περιφρόνησης
a cowardly and despicable person
caitiff
01
δειλός, άξιος περιφρόνησης
cowardly, base, or despicable
Παραδείγματα
The caitiff behavior of the traitorous knight was met with scorn and disgust.
Η δειλή συμπεριφορά του προδότη ιππότη συναντήθηκε με περιφρόνηση και απέχθεια.
He displayed a caitiff attitude, avoiding challenges and shirking responsibilities.
Επέδειξε μια δειλή στάση, αποφεύγοντας τις προκλήσεις και γλιστρώντας από τις ευθύνες.



























