caitiff
cai
ˈkeɪ
κει
tiff
tɪf
τιφ
British pronunciation
/kˈeɪtɪf/

Ορισμός και σημασία του "caitiff"στα αγγλικά

01

δειλός, άξιος περιφρόνησης

a cowardly and despicable person
01

δειλός, άξιος περιφρόνησης

cowardly, base, or despicable
example
Παραδείγματα
The caitiff behavior of the traitorous knight was met with scorn and disgust.
Η δειλή συμπεριφορά του προδότη ιππότη συναντήθηκε με περιφρόνηση και απέχθεια.
He displayed a caitiff attitude, avoiding challenges and shirking responsibilities.
Επέδειξε μια δειλή στάση, αποφεύγοντας τις προκλήσεις και γλιστρώντας από τις ευθύνες.
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store