Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
adjectival
01
επιθετικός, επίθετο
(grammar) connected with or functioning as an adjective
Παραδείγματα
The word " beautiful " is an adjectival form that modifies nouns.
Η λέξη "όμορφος" είναι μια επιθετική μορφή που τροποποιεί ουσιαστικά.
Some languages use adjectival endings to indicate gender or number.
Ορισμένες γλώσσες χρησιμοποιούν επιθετικές καταλήξεις για να υποδείξουν γένος ή αριθμό.
Λεξικό Δέντρο
adjectivally
adjectival
adjective



























