Adjectival
volume
British pronunciation/ˌæd‍ʒɪktˈa‍ɪvə‍l/
American pronunciation/ˌædʒɪktˈaɪvəl/

Ορισμός και Σημασία του "adjectival"

adjectival
01

(grammar) connected with or functioning as an adjective

adjectival

adj

adjective

n

adjectivally

adv

adjectivally

adv
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store