Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to button up
01
σκύβω το κεφάλι, κλείνω το στόμα μου
to stop speaking or deliberately say nothing, especially to avoid revealing information
Παραδείγματα
He buttoned up when the police questioned him.
Έκλεισε το στόμα του όταν η αστυνομία τον ανακάλυψε.
She buttoned up about the surprise party.
Έκλεισε το στόμα της για το πάρτι έκπληξη.



























