Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Buttock
01
γλουτός, πισινός
either of the two fleshy rounded parts of the human body located at the lower end of the torso
Παραδείγματα
He fell and landed hard on his buttocks, feeling sore for days.
Έπεσε και προσγειώθηκε σκληρά στα γλουτούς του, νιώθοντας πονεμένος για μέρες.
She worked out regularly to tone her buttocks and thighs.
Ασκείτο τακτικά για να σφίξει τους γλουτούς και τους μηρούς της.



























