Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
busted
01
σπασμένος, χαλασμένος
out of working order (`busted' is an informal substitute for `broken')
02
κουρασμένος/η, ξεπερασμένος/η
looking rough, unattractive, or tired
Παραδείγματα
She looked completely busted after the long flight.
Φαινόταν εντελώς ξεπεσμένη μετά από τη μακρά πτήση.
Do n't go out like that; you're busted without makeup.
Μην βγεις έτσι· φαίνεσαι απαίσια χωρίς μακιγιάζ.
Λεξικό Δέντρο
busted
bust



























