Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bullion
01
ράβδος, ράβδος χρυσού ή αργύρου
gold or silver cast into bars or ingots, valued by weight rather than face value
02
ράβδος, πολύτιμο μέταλλο σε ράβδους
a bulk quantity of gold or silver
Παραδείγματα
Pirates were rumored to have buried chests of bullion on the island.
Υπήρχαν φήμες ότι οι πειρατές είχαν θάψει σεντούκια με ράβδους στο νησί.
The treasure consisted of coins, jewelry, and heaps of bullion.
Ο θησαυρός αποτελούνταν από νομίσματα, κοσμήματα και σωρούς μετάλλων σε μπλοκ.



























