Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Budgie
01
παπαγαλάκι, budgie
a small, colorful Australian parrot species that is popular as a pet bird
Παραδείγματα
She taught her budgie to say a few words.
Δίδαξε στον παπαγάλο της να λέει μερικές λέξεις.
He bought a new toy for his budgie.
Αγόρασε ένα καινούριο παιχνίδι για τον παπαγάλο του.



























