LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Brine-cured
/bɹˈaɪnkjˈʊəd/
/bɹˈaɪnkjˈʊɹd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "brine-cured"
brine-cured
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(used especially of meats) preserved in salt
word family
brine-cured
brine-cured
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
brine shrimp
brine
brindled
brindle
brindisi
brinell number
bring
bring a knife to a gunfight
bring about
bring along
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App