Brine-cured
volume
British pronunciation/bɹˈaɪnkjˈʊəd/
American pronunciation/bɹˈaɪnkjˈʊɹd/

Ορισμός και Σημασία του "brine-cured"

brine-cured
01

(used especially of meats) preserved in salt

word family

brine-cured

brine-cured

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store