LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Brickfield
/bɹˈɪkfiːld/
/bɹˈɪkfiːld/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "brickfield"
Brickfield
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a place where bricks are made and sold
word family
brick
field
brickfield
brickfield
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
brickellia
brickbat
brick-shaped
brick wall
brick up
brickfilm
brickkiln
bricklayer
bricklayer's hammer
bricklaying
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App