Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bricklayer
01
κτίστης, τοιχοποιός
a person who is skilled at constructing walls, buildings, and other structures using bricks
Λεξικό Δέντρο
bricklayer
brick
layer
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κτίστης, τοιχοποιός
Λεξικό Δέντρο
brick
layer