Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to breathalyze
01
πραγματοποιώ αλκοτέστ, φυσώ στο αλκοολόμετρο
to administer a breath test to determine the level of alcohol in someone's bloodstream
Παραδείγματα
The police officer asked him to breathalyze after suspecting he was driving under the influence.
Ο αστυνομικός του ζήτησε να κάνει αλκοτέστ αφού υποψιάστηκε ότι οδηγούσε υπό την επήρεια αλκοόλ.
They will breathalyze all drivers at the checkpoint for alcohol testing.
Θα κάνουν αλκοτέστ σε όλους τους οδηγούς στο σημείο ελέγχου για δοκιμή αλκοόλ.
Λεξικό Δέντρο
breathalyzer
breathalyze
breath



























