Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
voice-controlled
/vˈɔɪskəntɹˈoʊld/
/vˈɔɪskəntɹˈəʊld/
voice-controlled
01
ελέγχεται με φωνή, φωνητικός έλεγχος
operated by recognizing and responding to spoken commands
Παραδείγματα
The smart home system is voice-controlled, allowing users to turn on lights with their voice.
Το σύστημα έξυπνου σπιτιού είναι ελεγχόμενο με φωνή, επιτρέποντας στους χρήστες να ανάβουν τα φώτα με τη φωνή τους.
Voice-controlled assistants like Siri and Alexa are widely used for everyday tasks.
Οι φωνητικοί βοηθοί όπως η Siri και η Alexa χρησιμοποιούνται ευρέως για καθημερινές εργασίες.



























