Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
replicable
01
αναπαραγώγιμος, επανάληπτος
capable of being copied or reproduced with the same outcome
Παραδείγματα
Their method is replicable in different industries.
Η μέθοδός τους είναι αναπαραγώγιμη σε διαφορετικές βιομηχανίες.
The design is replicable for future projects.
Ο σχεδιασμός είναι αναπαραγώγιμος για μελλοντικά έργα.



























