Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Regrowth
01
αναγέννηση, αναβλάστηση
the process of new growth returning after something has been removed, damaged, or lost
Παραδείγματα
The tree showed signs of regrowth after being cut down.
Το δέντρο έδειξε σημάδια αναγέννησης μετά την κοπή του.
After the fire, the forest went through a period of regrowth.
Μετά την πυρκαγιά, το δάσος πέρασε μια περίοδο αναγέννησης.
Λεξικό Δέντρο
regrowth
growth
grow



























