Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
regrettable
01
λυπηρός, αξιοθρήνητος
causing disappointment, sorrow, or a sense of misfortune
Παραδείγματα
His absence at the meeting was regrettable.
Η απουσία του στη συνάντηση ήταν αξιοθρήνητη.
The decision to cut funding was deeply regrettable.
Η απόφαση να μειωθεί η χρηματοδότηση ήταν βαθιά αξιοθρήνητη.
Λεξικό Δέντρο
regrettably
regrettable
regret



























