Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
squirrelly
01
αναξιόπιστος, ασταθής
used to describe someone or something that is untrustworthy, erratic, or difficult to predict. It can also imply a sense of nervousness or instability in behavior
Παραδείγματα
That guy seems a little squirrelly; I would n’t trust him with the project.
Αυτός ο τύπος φαίνεται λίγο αναξιόπιστος; δεν θα του εμπιστευόμουν το έργο.
She gave me a squirrelly excuse for not showing up on time.
Μου έδωσε μια αναξιόπιστη δικαιολογία για το που δεν εμφανίστηκε εγκαίρως.
Λεξικό Δέντρο
squirrelly
squirrel



























