Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
zoned
01
χαμένος, στα σύννεφα
(of a person) dazed, absent-minded, or senseless, often due to exhaustion, distraction, or emotional shock
Παραδείγματα
He was completely zoned out during the lecture.
Ήταν εντελώς αφηρημένος κατά τη διάρκεια της διάλεξης.
After the long flight, I felt so zoned and could n't focus on anything.
Μετά από τη μεγάλη πτήση, ένιωθα τόσο ζαλισμένος που δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ σε τίποτα.
Λεξικό Δέντρο
zoned
zone



























