Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Lardo
01
χοντρός, παχύς
a person who is overweight or has a large body, often used in a derogatory manner
Παραδείγματα
Stop calling me a lardo; I ’ve been working on my fitness!
Σταμάτα να με λες χοντρέ; δουλεύω τη φυσική μου κατάσταση!
The bully at school always used to call him a lardo, which made him self-conscious.
Ο νταής του σχολείου τον έλεγε πάντα χοντρέ, κάτι που τον έκανε να νιώθει ανασφαλής.



























