Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to yack
01
ξεράω, κάνω εμετό
to vomit or throw up, often used informally or humorously
Παραδείγματα
I ate too much pizza and now I feel like I ’m going to yack.
Έφαγα πολλή πίτσα και τώρα νιώθω σαν να πρόκειται να κάνω εμετό.
After that roller coaster ride, she yacked all over the place.
Μετά από αυτήν την βόλτα με το τρενάκι, έκανε εμετό παντού.



























