Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wussy
01
δειλός, αδύναμος
a person who is perceived as weak, cowardly, or overly sensitive
Παραδείγματα
Stop being such a wussy and just ask her out!
Σταμάτα να είσαι δειλός και απλά πες της να βγείτε!
He acted like a wussy when it came time to speak in front of the class.
Συμπεριφέρθηκε σαν δειλός όταν ήρθε η ώρα να μιλήσει μπροστά στην τάξη.



























