Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to cap on
01
κριτικάρω, κατακρίνω
to criticize or make negative comments about something or someone
Παραδείγματα
She ’s always capping on her coworkers, it's becoming unbearable.
Πάντα κριτικάρει τους συναδέλφους της, γίνεται αφόρητο.
Stop capping on my ideas; they ’re just as good as yours.
Σταμάτα να κριτικάρεις τις ιδέες μου· είναι τόσο καλές όσο και οι δικές σου.



























