Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Binkie
01
πσιούτσι, γουγουζάκι
used to refer to a pacifier, especially a small, soft object given to infants to suck on for comfort
Παραδείγματα
The baby would n’t stop crying until she got her binkie.
Το μωρό δεν σταμάτησε να κλαίει μέχρι να πάρει το πουμπίκι του.
He tucked the binkie into the toddler ’s mouth before putting him to bed.
Έβαλε τη πιπίλα στο στόμα του μωρού πριν το βάλει για ύπνο.



























