Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Binoculars
01
κιάλια
the devices used to see distant objects more clearly by looking through two small telescopes mounted together
Παραδείγματα
The birdwatcher used binoculars to observe rare species in the treetops.
Ο παρατηρητής πουλιών χρησιμοποίησε κιάλια για να παρατηρήσει σπάνια είδη στις κορυφές των δέντρων.
During the hike, she used binoculars to get a closer look at wildlife in the distance.
Κατά τη διάρκεια της πεζοπορίας, χρησιμοποίησε κιάλια για να δει πιο κοντά την άγρια ζωή σε απόσταση.



























