Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
naughty naughty
01
Ατακτος ατακτος, Παιχνιδιάρης παιχνιδιάρης
used to reprimand children in a playful or mild way
Παραδείγματα
Naughty naughty, you know you ’re not supposed to take cookies before dinner.
Ατακτακί ατακτακί, ξέρεις ότι δεν πρέπει να παίρνεις μπισκότα πριν το δείπνο.
The teacher gave the boy a knowing look and said, naughty naughty, no talking in class.
Ο δάσκαλος έριξε στο αγόρι μια γνώριμη ματιά και είπε: κακός κακός, δεν μιλάμε στην τάξη.



























