Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
goochie-goo
/ɡˈuːtʃiɡˈuː/
/ɡˈuːtʃiɡˈuː/
goochie-goo
01
γαργαλίσματα, φιλί
baby talk used to make a baby laugh or react playfully
Παραδείγματα
He tried ‘ Goochie-goo, ’ but the baby just stared at him.
Προσπάθησε ‘Goochie-goo,’ αλλά το μωρό απλώς τον κοιτούσε.
I heard her cooing ‘ Goochy-goo ’ at her nephew.
Την άκουσα να λέει « Γκουγκου » στον ανιψιό της.



























