Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
girly
01
κοριτσίστικος, θηλυπρεπής
showing qualities or styles traditionally associated with girls, like softness, sweetness, or brightness
Παραδείγματα
She wore a girly dress with lace and ribbons for the party.
Φόρεσε ένα κοριτσίστικο φόρεμα με δαντέλα και κορδέλες για το πάρτι.
They planned a girly outing with shopping and afternoon tea.
Σχεδίασαν μια κοριτσίστικη έξοδο με ψώνια και απογευματινό τσάι.
Λεξικό Δέντρο
girly
girl



























