LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Brat
/bɹˈat/
/ˈbɹæt/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "brat"
Brat
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
παλιόπαιδο
a child who behaves badly and is often rude or spoiled
holy terror
little terror
terror
02
παλιόπαιδο
a small pork sausage
bratwurst
Παράδειγμα
No
need
to
rush
things
,
That
brat
always
leaves
his
options
open
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App