Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
brassy
01
χαλκούς, δυνατός
having a harsh, loud, or bold tone, reminiscent of brass instruments
Παραδείγματα
The brassy sound of the trumpet blared through the concert hall.
Ο διαπεραστικός ήχος της τρομπέτας αντήχησε στην αίθουσα συναυλιών.
Her voice took on a brassy quality as she sang the high notes.
Η φωνή της πήρε μια μεταλλική ποιότητα καθώς τραγουδούσε τις υψηλές νότες.
02
επιδεικτικός, κακόγουστος
tastelessly showy
03
θρασύς, αναιδής
unrestrained by convention or propriety
04
φωτεινό κίτρινο όπως ο ορείχαλκος, χάλκινο
having a bright yellow color such as brass
Λεξικό Δέντρο
brassy
brass



























